ΤHALIA NOUAROU
Φωτογράφος και ταξιδιωτική συντάκτρια
Το πιο «παρεξηγημένο» νησί των Κυκλάδων χρωστά μάλλον μεγάλη χάρη στη … Μεγαλόχαρη. Ήταν η περίτρανη φήμη της που για χρόνια επισκίαζε όλη αυτήν την ομορφιά. Απύθμενη κι αστείρευτη, δεν χωρά σε λόγια κι εικόνες. Είναι ιδέα και αίσθηση. Σαν τον αγέρα επάνω σου, τη μέσα σου πνοή, καλά κρυμμένο χάδι. Ψίθυρος που σου φωνάζει και σου αναστατώνει την ψυχή. Έχει δύναμη και συνέχεια. Σε παίρνει μακριά, σε σηκώνει ψηλά, σ’ ομορφαίνει. Ναι, στην Τήνο εκτοξεύεσαι σε ένα νοσταλγικό παραμύθι δίχως τέλος κι αρχή…
Τίνος είσαι;
«Δυο χιλιόμετρα μακριά από τη Χώρα και νομίζεις ότι είσαι αλλού…» με είχαν προειδοποιήσει πριν επισκεφτώ το νησί, που μέχρι και τη δεκαετία του 1990 δεν γνώριζε τουρίστες, παρά μόνο προσκυνητές. Την Παναγιά την είχα επισκεφτεί κι εγώ. Με μια αθώα εφηβική ενοχή, παρέα με τα πλήθη που συνέρρεαν γονατιστά για μια παράκληση, ένα τάμα. «Τι έχει το υπόλοιπο νησί;» ρωτούσαν, λέει, στη Χώρα. «Τίποτα», τους απαντούσαν, κι εκείνοι έφευγαν ευχαριστημένοι… Κάπως έτσι η Τήνος έμεινε ανέγγιχτη, παρθένα, μαγική, όπως θα έπρεπε σε όλες τις Κυκλάδες. Νησί του Αιόλου, της Αμφιτρίτης, της πίστης, της τέχνης, της Παναγιάς – κρατώ το «Ερούσα», που τα χωράει όλα.
Αν βουτήξεις στην ιστορία, θα χαθείς, και
εμένα τώρα με νοιάζει άλλο: το φως που αντανακλά το Ξώμβουργο σ’ ολόκληρο θαρρείς το νησί. Φως που δίνει περίτεχνους τόνους στις εικόνες, σαγηνεύει τους κατοίκους και γητεύει τους περιηγητές. «Είναι ο μοσχοβίτης που κάνει τον γρανιτένιο γίγαντα να φαντάζει αυτόφωτος», θα μας πει η Σοφία, γεωλόγος απ’ τον Τριπόταμο. «Η σκιά που γυαλίζει, που δημιουργεί περίεργα λαμπυρίσματα, ντύνοντας το νησί με ένα διαφορετικό φως…»
Τα πάνω κάτω
Πάνω Μεριά, Κάτω Μεριά, Έξω Μεριά, έτσι χωρίζουν οι Τηνιακοί το νησί τους. Τι κι αν η Πάνω Μεριά είναι στον Νότο και η Κάτω στον Βορρά – να ο πρώτος περιστεριώνας. Ένδειξη οικονομικής ευμάρειας για κάθε σπίτι, οι ιδιοκτήτες τους συναγωνίζονταν στη διακόσμηση. Ποιος καταπιάστηκε να κάμει τέχνη τη φωλιά των περιστεριών; Σίγουρα κάποιος Τηνιακός τεχνίτης, αφήνοντας κληρονομιά ένα φαινόμενο μοναδικό στον κόσμο.
Ανεβαίνω σκαλιά, κατεβαίνω σκαλιά. Έτσι σκαλωτά είναι καμωμένα τα χωριουδάκια της Πάνω Μεριάς, γεμάτα θολωτά καλντερίμια και σπίτια μ’ αυλές ονειρεμένες. Στον Τριαντάρο η επίσκεψη μοιάζει με προσκύνημα στην άκρη του γκρεμού. Η θέα σε μαγεύει. Περιπλάνηση στα πρώτα σοκάκια – οι πρώτοι λαβύρινθοι. Στολίδια τα υπέρθυρα πάνω απ’ τις ξεβαμμένες πόρτες. Παντού λουλούδια χρωματίζουν κατοικημένα μα και έρημα σπίτια. Γοητεία που σε κάνει να χάνεσαι και σε προϊδεάζει για τη συνέχεια…
Ο δρόμος θα μας φέρει ως τη Λειβάδα, την απομονωμένη παραλία του Βορρά. Λυγισμένα δέντρα, οάσεις με βαλανιδιές, κατσίκια και γεράκια στη διαδρομή στους πρόποδες του Τσικνιά. Στ’ αχείλι μιας στροφής αποκαλύπτεται σαν δώρο η παραλία. Δαρμένη απ’ τον βοριά, τεράστια κύματα σκάνε στα βράχια και οι λίγοι τυχεροί επισκέπτες-θεατές απολαμβάνουν το τοπίο, που μοιάζει να βγήκε από ταινία. Σαγήνη… Πλησιάζοντας, μια ταβερνούλα και δίπλα της το ποτάμι που καταλήγει στην αμμουδιά με αλμυρίκια. Στ’ αριστερά αγεροφαγωμένοι βράχοι στήνουν εξπρεσιονιστικά παιχνίδια με το φως. Ζευγάρια ρομαντζάρουν με θέα την άγρια ομορφιά… Κάποιοι πιο τολμηροί κολυμπούν, άλλοι παίζουν κιθάρα κάτω από τα βραχογλυπτά. Εδώ γειώνεσαι, ενσωματώνεσαι με ένα τοπίο μοναδικό στην Ελλάδα. Μια πέτρα για καλή ενέργεια κι ένα ουζάκι – δάκρυ και σπονδή στην ομορφιά του κόσμου. Χωμάτινη διαδρομή μέχρι τον πετρόχτιστο φάρο στα ανατολικά. Βαθύ μπλε, καθαρός ουρανός και τα κύματα ορμητικά φανερώνουν θαλασσινά ουράνια τόξα.
Η Τήνος είναι ανεξάντλητη. Παστελωτό φιλί κι αμυγδαλωτό πασπαλισμένο με μαρμαρόσκονη – τάμα στην Παναγιά για να μας φέρει πίσω
Πίσω στην ενδοχώρα, η Μυρσίνη ξεχωρίζει από μακριά με το περίτεχνο χτιστό καμπαναριό της, που είναι το ψηλότερο του νησιού. Άρτια δείγματα της τέχνης και της αισθητικής της, οι εκκλησιές της Τήνου αποτελούν αξιοθέατα. Κατηφορίζοντας στη Στενή, εικόνες αναλλοίωτες από τον χρόνο μας προσμένουν. Η πρώτη απανεμιά και οι παρέες ξεπορτίζουν, τα παιδιά κυνηγιούνται, κι όταν πιαστούν, αγκαλιάζονται στα φωτισμένα σοκάκια. Τρία καφενεία-παντοπωλεία, που αλλού τα ψάχνεις και δεν τα βρίσκεις, μα στην Τήνο περισσεύουν. Η θρυλική χασαποταβέρνα του Ντουάρ, που λειτουργεί πάνω από μισό αιώνα στο νησί. Εξαίρετη λούζα, κολοκυθάκια από τον κήπο του, τυράκι της μαμάς, τηνιακό κρασί και κρέατα παραγωγής του κλείνουν τη μέρα μερακλίδικα.
Κατηφορίζοντας στον γειτονικό όρμο, τα πλοία κινούνται αργόσυρτα με φόντο τα συριανά φώτα. Άλλα γυρέψαμε κι αλλού καταλήξαμε, μα στην Τήνο δεν υπάρχει λάθος δρόμος… Πόσα δεν προλάβαμε να κάνουμε και να δούμε: τον ναό του Ποσειδώνα στα Κιόνια, την έκθεση του Χαλεπά στο Πολυμέρειο, τη Μονή Ουρσουλινών, το «Φυσαέρα», τον καφενέ του Κούμαρου, το Μουσείο Τσόκλη, την Παχιά Άμμο… Μια βραδιά στον θρυλικό Κάκτο, τον Αργοναύτη, τον Κουρσάρο… Το περπάτημα ως το Καβαλουρκό και το μαρμάρινο μονοπάτι στα Υστέρνια, που οι γλύπτες χάραζαν τους έρωτές τους…
Κείμενο: Θάλεια Νουάρου, Γιάννης Μαρινάκης